- Ἀρίστανδρος
- Ἀρίστανδροςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀρίστανδρον — Ἀρίστανδρος masc acc sg Ἀρίστανδρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστάνδροιο — Ἀρίστανδρος masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστάνδρου — Ἀρίστανδρος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστάνδρῳ — Ἀρίστανδρος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aristander — of Telmessos (Greek: Αρίστανδρος ο Τελμησσεύς; born ca. 380 BC, fl. 2nd half of 4th century BCE), a Greek from Caria, was Alexander the Great s favorite seer. Aristander was already in Philip s entourage in 357/6, when he correctly interpreted a… … Wikipedia
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek
Πρέσπα — (ή Βρυγηίς). Όνομα 2 λιμνών, της Μεγάλης Π. και της Μικρής Π., που βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα της Μακεδονίας, στον νομό Φλώρινας (υψόμ. 850 μ.), και ανήκουν και η Μεγάλη (συνολική επιφάνεια 270 τ. χλμ.) στην Ελλάδα (37 τ. χλμ.), στην πρώην … Dictionary of Greek